- κεφάτος
- -η, -οαυτός που έχει κέφι: Είναι πάντα κεφάτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κεφάτος — η, ο [κέφι] αυτός που έχει κέφι, καλή διάθεση, ο ευδιάθετος … Dictionary of Greek
List of Mr. Men — The following is a list of Mr. Men, from the children s book series by Roger Hargreaves, also adapted into the children s television programme The Mr. Men Show. Books one (Mr. Tickle) to forty three (Mr. Cheerful) were written by Hargreaves, and… … Wikipedia
εύθυμος — η, ο (ΑΜ εὔθυμος, ον) 1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, ο ευδιάθετος 2. αυτός που προκαλεί ευθυμία, ο αστείος («εύθυμα λόγια») νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε ελαφρά μέθη, ο κεφάτος μσν. γενναίος («ἄπιθι, τέκνον εὔθυμον, μὴ δειλιάσεις ὅλως»,… … Dictionary of Greek
καλόρεχτος — και καλόρεκτος, η, ο αυτός που έχει καλή όρεξη, ευδιάθετος, κεφάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ορεχτος (< ὀρέγω), πρβλ. κακ όρεχτος. Η λ. καλόρεκτος μαρτυρείται από το 1819 στο περιοδ. σύγγραμμα Ερμής ολόγιος] … Dictionary of Greek
κεφλής — και κεφλής, ο ευδιάθετος, κεφάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. keyiflis] … Dictionary of Greek
μπριόζικος — η, ο [μπριόζος] (για μουσική) χαρωπός, κεφάτος, ευχάριστος, ζωηρός. επίρρ... μπριόζικα με κέφι … Dictionary of Greek
μπριόζος — ο, θηλ. μπριόζα εκφραστικός, κεφάτος, ζωηρός, εύθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. brioso «εύθυμος, χαρούμενος» < ιταλ. brio] … Dictionary of Greek
ορεξάτος — η, ο [όρεξη] 1. αυτός που έχει όρεξη για φαγητό 2. ευδιάθετος, κεφάτος … Dictionary of Greek
χαρούμενος — η, ο, Ν αυτός που χαίρεται, εύθυμος, γελαστός, κεφάτος. επίρρ... χαρούμενα με χαρά, εύθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρ τού χαίρω (πρβλ. χαρά, χάρμα) + κατάλ. ούμενος τών μτχ. τών συνηρ. ρ. (πρβλ. μελλ ούμενος, πετ ούμενος)] … Dictionary of Greek
φρέσκος, -η — και ια, ο (λ. ιταλ.) 1. πρόσφατος, νωπός, της ώρας: Φρέσκα ψάρια. 2. δροσερός, δροσάτος, ευχάριστα ψυχρός: Φρέσκο δέρμα. – Φρέσκο αεράκι. 3. μτφ., ζωηρός, ακμαίος, ευδιάθετος, κεφάτος: Ήρθε το πρωί φρέσκος φρέσκος. 4. το ουδ. ως ουσ., φρέσκο (βλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)